αγιοταφίτικος

αγιοταφίτικος
αγιοταφίτικος , -η, -ο
относящийся ко Гробу Господню или к его служителям:

αγιοταφίτικο φως — благодатный огонь, см. άγιο φως (άγιος / φως)

αγιοταφίτικο μοναστήρι — монастырь Гроба Господня

αγιοταφίτικο κερί — свеча с Гроба Господня

αγιοταφίτικος σταυρός — крест с Гроба Господня


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγιοταφίτικος" в других словарях:

  • αγιοταφίτικος — η, ο και ός, ή, ό [Άγιος Τάφος] αυτός που ανήκει στον Άγιο Τάφο ή προέρχεται από αυτόν …   Dictionary of Greek

  • αγιοταφίτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον Άγιο Tάφο: Κοντά στο χωριό υπήρχε ένα μετόχι αγιοταφίτικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιοταφικός — ή, ό [Άγιος Τάφος] ο αγιοταφίτικος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»